Arnon Grunberg
Pandocchio,
2012-01-28
2012-01-28, Pandocchio

Tirza


H νοσηρή πατρότητα

Πώς ζεις αφού σε έχουν νικήσει; Κοιτάζεις τους ανθρώπους στα μάτια ή τα αποφεύγεις; Ίσως είναι καλύτερα να κοιτάς κάτω, με την ελπίδα ότι δεν θα σε δουν όσο εσύ δεν βλέπεις αυτούς. Η ιστορία, ο μύθος γύρω από τον οποίο ύφαινες την ταυτότητά σου όλα αυτά τα χρόνια αποδεικνύεται ότι δεν ισχύει πια. (σ. 181, 184)

Ο Γέργκεν Χόφμεϊστερ υφίσταται διαδοχικά χτυπήματα. Η «άσωτη» σύζυγός του επιστρέφει θεωρώντας αυτονόητη μια θέση στο σπίτι, επαγγελματικά απομακρύνεται από τη δουλειά του καθώς κρίνεται «μεγάλος για να απολυθεί» αλλά πάντως περιττός και ανεπαρκής, ενώ ένα αποτυχημένο επενδυτικό πρόγραμμα μόλις εξαφάνισε όλες του τις οικονομίες του. Σε συζυγικούς διαλόγους αλληλοσυντριβής και ερωτικής ταπείνωσης κατηγορείται πως πάντα έβρισκε την ευτυχία αφόρητη, πως η ζωή του χωρίς τραγωδία δεν είχε νόημα. Εκείνη ήταν σίγουρη πως θα τον έβρισκε μόνο και ανεπιθύμητο τοις πάσι, εκείνος ήταν βέβαιος πως η επιστροφή της ήταν η μοναδική της επιλογή, πως οι νεκρές φύσεις που ζωγράφιζε δεν άξιζαν πολλά αλλά πως «η ίδια ως νεκρή φύση ήταν απαράμιλλη». Για τον καθένα τους ο άλλος είναι «το πιο αναγνωρίσιμο ερείπιο του κόσμου του»· «μονοζυγωτικά δίδυμα στον κοινό εξευτελισμό».

Εκείνος έμαθε να ζει με την απουσία της γυναίκας του, έκανε την προσμονή της τελετουργία. Η φυγή της τον έμαθε να ζει με τη σιωπή της, όπως πριν ζούσε με την παρουσία της. Μετέφρασε την ελευθερία του σε απαλλαγή από τα παράπονά της κι έκανε την προσμονή της επιστροφής της τελετουργία. Στην χειρότερη συμβιβάστηκε με την ιδέα πως ήταν σχεδιασμένος να γίνει άγαμος πατέρας, ενίοτε και σερβιτόρος στο ίδιο του το σπίτι. Η αντιπαράθεσή του με τον ενοικιαστή ενός διαμερίσματός του πολλαπλασιάζει τα δεινά: ο τελευταίος, από αλλοτινό θύμα της σαδιστικής τελετουργίας είσπραξης του ενοικίου και της κρυφής επιθεώρησης του μισθίου, μετατρέπεται σε κατακτητή της Ίμπι (μεγαλύτερης κόρης του Γέργκεν) και επιτίθεται με σκληρά λόγια στον πατέρα της, που «εγκαλείται»για έλλειψη στοργής και πρόκληση οίκτου.

Ανήμπορος μπροστά στην παγκόσμια οικονομία, «στον εχθρό δίχως πρόσωπο» που του στέρησε τις αποταμιεύσεις του, ο Χόφμεϊστερ αρνείται να ομολογήσει τον επαγγελματικό του παροπλισμό: αποκτά νέο ωράριο εργασίας περιπλανώμενος στο αεροδρόμιο, υποδυόμενος τον συνηθισμένο ταξιδιώτη. Δεν αναμένεται όμως καμία απογείωση: η ζωή του πλέον είναι «μια ατέλειωτη αναγκαστική προσγείωση». «Του φάνηκε ότι ολόκληρη η ζωή του είχε οδεύσει προς αυτή την ντροπή. Η ελευθερία που του είχε χαριστεί ξαφνικά έμοιαζε με έρημο». Περισσότερο από κάθε άλλη φορά αισθάνεται ως ο άντρας που κανείς δεν προσέχει, πως ο κόσμος ανήκει μόνο στους αριστεύσαντες· οι υπόλοιποι εξοντώνονται ή παραμερίζονται στη γωνία. Η αναγωγή της νοημοσύνης «σε θεό που θα τα διόρθωνε όλα» δεν αποδίδει: «Τα λευκά σημεία είναι πολυάριθμα. Ο θεός δεν μπορεί να φτάσει εκεί, δεν έχει απάντηση σ’ αυτά». Αισθάνεται πλέον πολύ σοφός και πολύ γέρος για να συμμετάσχει σε οτιδήποτε – αλλά έτσι ήταν από τα δεκαπέντε του.

Όμως «κάτι του είχαν αφήσει. Το ωραιότερο, το καλύτερο, το πιο αγαπημένο: την Τίρζα του». Ο πατρικός ρόλος αποτέλεσε ζωτικό λόγο ύπαρξης, ένα πεδίο αριστείων. Η ουσία της πατρότητας εξαντλήθηκε στην θωράκισή της για μια κριτική και φιλοσοφημένη ενατένιση του κόσμου. Στα δέκα τής γνώρισε τον Δον Κιχώτη, στα δώδεκα τήν Μαντάμ Μποβαρύ. Το νανούρισμα ανήκε στους μεγάλους Ρώσους: η εφηβική κατανόηση του μηδενισμού θα την προστάτευε εγκαίρως. Ακόμα κι όταν έκπληκτος πληροφορηθεί την ανορεξία της δεν ανησυχεί. Την παραδίδει στην κλινική και συζητά στην κοντινή πανσιόν μαζί με ομοιοπαθείς πατεράδες περί Αντόρνο και Τολστόι. «Αν υπάρχει λύση, θα βρεθεί στα βιβλία. Πού αλλού;». Γι’ αυτόν το μέλλον πρέπει να είναι ακριβώς όπως το έχει σκεφτεί· θα είναι ακριβώς όπως το έχει σκεφτεί.

Δεν μπορείς να συνεχίζεις να σκαλίζεις το παρελθόν σου μ’ ένα μαχαίρι σαν να είναι ένας κήπος που πρέπει να σκάψεις, Γέργκεν, γιατί κάποια μέρα θ’ αρχίσεις να σκαλίζεις τον εαυτό σου μ’ αυτό το μαχαίρι… . / Έπρεπε να χτυπήσεις την πραγματικότητα με το μαστίγιο της φαντασίας, αλλιώς αυτή η πραγματικότητα θα σε έριχνε από τη σέλα σαν ένα άλογο που σηκώνεται στα πίσω του πόδια… (σ. 142)

Τι άλλο όμως αποτελεί η Τίρζα εκτός από ύστατο λόγο ύπαρξής του, που εμπεριέχει τον φόβο της απώλειας; Η προσκόλλησή του είναι ασφυκτική, ο σχεδιασμός του μέλλοντός της εμμονικός. Τι είναι εκείνος γι’ αυτήν; Ένα είδωλο θεοποιημένο, ένας σχεδόν πλατωνικός εραστής, που βραχυκυκλώνει όταν του ζητά ερωτικές συμβουλές, όταν του διαμαρτύρεται πως αποτελεί την μόνη γυναίκα που έχει ή απαιτεί να αποδεχτεί την ωρίμανσή της; Η αναχώρησή της για το πρώτο μετεφηβικό ταξίδι με τον μουσουλμάνο εραστή της (αναμφίβολα τρομοκράτη κατά τον πατέρα της), σημαίνει την απαρχή της κατάρρευσης του κόσμου του: έρημος στην έρημο ξανά. Για πόσο θα παραμένει παθητικός δέκτης παντός δεινού;

Ο Γκρούνμπεργκ αποσιωπά ορισμένες πτυχές του δράματος, αφήνοντας τις μονομανίες και τους ψυχαναγκασμούς του Χόφμεϊστερ να γίνουν σταδιακά εμφανείς, ενώ κοφτερά τομογραφεί την μετατροπή των ευδαιμονικών της μοντέλων ζωής σε δαιμονικά τραύματα. Ο μύθος εκβάλλει στην αναζήτησή της καταδικασμένης κόρης στην Αφρική και στην ιδιόμορφη αντικατάστασή της. Ακόμα κι εδώ ο Χόφμεϊστερ απροκάλυπτα γράφει τις δικές του σημειώσεις στο σημειωματάριο που της ανήκει, όπως άλλωστε έκανε πάντα στη ζωή της: αυτός ήταν που έγραψε, ερήμην της, την ιστορία της.

Θα μπορούσε κανείς να πάει για εξερεύνηση στο ίδιο του παρελθόν σαν να ήταν μια ξένη χώρα. Ζούγκλα. Βουσμάνοι, ένα τσουκάλι. Οι κανίβαλοι σε καλωσορίζουν, κι ενώ το νερό ζεσταίνεται σιγά σιγά, δεν βλέπεις πια όλες τις λευκές κηλίδες σαν λευκές κηλίδες, αλλά ακριβώς όπως ήταν…Επιτέλους ξέρεις ποιος είσαι και τότε να το νερό αρχίζει να κοχλάζει. (σ. 85)