The death of the European middle class
Grigoris Ioannidis
Η θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ολλανδού Αρνον Γκρούνμπεργκ χαρίζει έναν μεγάλο ρόλο, που βρήκε στο πρόσωπο του Στέλιου Μάινα την πιο εντελή ολοκλήρωσή του. Χωρίς ίχνος αυτοκολακείας ή μελοδραματισμού, ο καλός ηθοποιός συντονίζεται απόλυτα με τον Γέργκεν Χόφμεϊστερ, αυτό το επιβλητικό πρόσωπο της παγκόσμιας λογοτεχνίας
Αποτελεί μία από τις ευτυχέστερες εμβαπτίσεις μυθιστορήματος στη θεατρική κολυμπήθρα. Η αφηγηματική «Τίρζα» του Ολλανδού συγγραφέα Αρνον Γκρούνμπεργκ μετατρέπεται επί σκηνής στο ρυάκι συνείδησης του σύγχρονου σαστισμένου και παραζαλισμένου «Ευρωπαίου», στο πρόσωπο που αναπηδά στα τοιχώματα του νέου αιώνα, που χορεύει αλλοπαρμένο στις εμπειρίες του σύγχρονου τοπίου και που καταλήγει, μέσα από μια δραματική συμπύκνωση, στον αντι-ήρωα της μεταβατικής, άστατης και ρευστής εποχής μας.
Από μιαν άποψη, σαν ψυχόδραμα του νέου αιώνα η θεατρική μεταφορά της «Τίρζας» ξεπερνάει ακόμα και το αρχικό μυθιστόρημα. Οχι γιατί μπορεί να συμπυκνώσει όλα όσα χωράνε σ’ αυτό. Αλλά γιατί μπορεί να τα ενσωματώσει σε ένα πρόσωπο αληθινό και αλληγορικό μαζί, παραδειγματικό για όλους. Να το πω κι αλλιώς: στο θέατρο αυτή η παράσταση χαρίζει έναν μεγάλο ρόλο –και ένας ρόλος αληθινά μεγάλος, όπως αυτός του Γέργκεν Χόφμεϊστερ, είναι πράγμα σπάνιο και πολύτιμο για το σύγχρονο θέατρο. Το ότι συμβαίνει ο ρόλος να βρίσκει στο πρόσωπο του Στέλιου Μάινα την πιο εντελή ολοκλήρωσή του, κάνει το αποτέλεσμα ακόμα πιο συναρπαστικό.
Κανονικά το δράμα της «Τίρζας» θα έπρεπε να κατηγορηθεί για ασάφεια, τουλάχιστον ως προς το κεντρικό της πρόσωπο. Κι όμως, είναι ακριβώς αυτή η ασάφεια, η έλλειψη τελεσίδικης ερμηνείας που λατρεύουμε σ’ αυτό το έργο. Αδικα θα προσπαθήσουμε να καταλήξουμε για το ποιος αληθινά είναι αυτός ο περίεργος (και όμως τόσο «τυπικός») μεσοαστός Ευρωπαίος, ο Γέργκεν Χόφμεϊστερ. Είναι λίγο από όλα και όλα μαζί. Εργαζόμενος και απολυμένος. Διανοούμενος αλλά και παίκτης του παγκόσμιου χρηματιστηριακού παιχνιδιού. Αποτυχημένος σύζυγος και καλός οικογενειάρχης. Απόλυτος και σχετικός ταυτόχρονα. Πεζός και ρομαντικός. Αθώος και ένοχος συνάμα. Στωικός και βίαιος. Είναι με μια λέξη ένα πρόσωπο χωρίς ιδιότητες, στην κόψη ενός κόσμου που αλλάζει όχι μόνο τα παλιά σχήματα αλλά και τις παραδοσιακές αξίες του.
Ο κόσμος κινείται κάτω από τον Γέργκεν. Και τον εκθέτει. Από μια άποψη, ο ήρωας του Γκρούνμπεργκ καταλαμβάνει τη θέση ακόμη ενός ηλίθιου. Οι οικονομίες του κάνουν φτερά, χωρίς ο ίδιος να καταλαβαίνει το πώς. Παρόμοια, η μεγάλη του κόρη «αποπλανείται» από τον νοικάρη του. Και η μικρή του, η πολυαγαπημένη του, η Τίρζα, τον προδίδει με τον πιο φοβερό τρόπο: συνδέεται ερωτικά με έναν μουσουλμάνο, που μοιάζει καταπληκτικά με εκείνον τον Αραβα που οργάνωσε κάποτε την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Η ιστορία οδηγεί τελικά τον Γέργκεν στη μεγάλη μήτρα της Αφρικής, σε ένα ταξίδι που πάει τη συνείδησή του εμπρός, προς την ελευθερία, και πίσω, σε ένα διαπραχθέν έγκλημα. Εκπληξη; Καμία απολύτως. Ποιος δεν υποψιάζεται ότι αυτός ο αθώος, ήρεμος, πράος και κατασταλαγμένος, αυτός ο άνισος, ανίκανος, ανέραστος και ιδεοληπτικός, κρύβει μέσα του ένα φόνο;
Σε πολλούς όλο αυτό θυμίζει κάτι. Σε εμένα πάλι φέρνει στον νου την επέκταση του παλιού εκείνου «Θανάτου του Εμποράκου», που μιλά τώρα –σχεδόν με παρόμοια εξπρεσιονιστική και ονειρική φόρμα, γεμάτη με τους συνειρμούς και συμφυρμούς του αμερικανικού πρωτότυπου- για τον θάνατο του Ευρωπαίου μεσοαστού. Κάτι τέτοια έργα χρησιμεύουν στο εξής: όταν κάποιος επιμένει να εξηγήσει φιλολογικά ένα πρόσωπο, να βρει κατασταλαγμένες και κρυστάλλινες ερμηνείες, χαρακτήρες, νόημα στις πράξεις του παραδίδουμε σαν αντεπιχείρημα τέτοιους ακριβώς ρόλους. Σαν να λέμε αυτό: το νόημα ενός προσώπου είναι η πράξη του. Πώς το λέει ο πρώτος διδάξας, αιώνες πριν τον Γέργκεν; «Τα άλλα είναι σιωπή».
Επαναλαμβάνω ότι το θέατρό μας γιορτάζει μια σημαντική στιγμή με τη δεξίωση ενός τέτοιου ρόλου, και μάλιστα σε μια σπουδαία ερμηνεία. Οι συνάδελφοι του Στέλιου Μάινα έχουν κάθε λόγο να τον ζηλεύουν. Βρίσκει τον απόλυτο συντονισμό σε ένα επιβλητικό πρόσωπο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και αυτό χωρίς ίχνος αυτοκολακείας ή μελοδραματισμού, χωρίς καμιά προσπάθεια ερμηνείας, αληθινά και μεστά, απλά και πλούσια. Ο Μάινας φέρνει στον νου μας τις υψηλότερες επιδόσεις του θεάτρου.
Οχι πως δεν υπάρχουν και προβλήματα. Το κυριότερο πρόβλημα που είχε φαντάζομαι να αντιμετωπίσει ο σκηνοθέτης Κώστας Φιλίππογλου –πέρυσι καταδύθηκε με επιτυχία στα «Χάρτινα λουλούδια»- είναι ότι, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η «Τίρζα» είναι έργο του «ενάμιση ρόλου». Ολα τα γύρω πρόσωπα χρησιμεύουν σαν προβολείς που φωτίζουν, σκιάζουν και αποδίδουν τις πτυχές εκείνου. Αν και ο χορός με τις πλαστικές καρέκλες ήταν αμφίβολης αισθητικής, η ιδέα της συνεχούς κίνησης, του ρευστού κόσμου, του χοροδράματος που συντελείται στο βάθος των ηρώων ήταν η πιο αρμόζουσα στο κλίμα και ύφος του έργου διδασκαλία.
Η Αννα Μάσχα παίζει μια εξαρχής ανολοκλήρωτη γυναίκα, μια ξεχασμένη Νόρα που επιστρέφει σπίτι, διόλου κυνηγημένη αλλά άοπλη, καταθλιπτική και από μια άποψη το ίδιο με τον άνδρα της χαμένη. Η μεγάλη κόρη δίδεται με έντονο σεξαπίλ και σωματικότητα από την Ιριδα Μάρα. Και η μικρότερη, η Τίρζα, γίνεται ο καθρέφτης όπου ο πατέρας βλέπει το είδωλό του. Καθρέφτης όχι μόνο εξωτερικός αλλά και εσωτερικός. Αντικατοπτρίζει όλες τις φοβίες, τις εμμονές, τις ψυχώσεις, ακόμα και τα ερωτικά του απωθημένα. Η Ηλιάνα Μαυρομάτη την αποδίδει με πλήρη επίγνωση της σημασίας της. Οι Γιωργής Τσαμπουράκης και Τάσος Δημητρόπουλος αποδεικνύονται επαρκείς στους δεύτερους και κάπως συμπληρωματικούς ρόλους τους.
Θαυμάσια η μουσική πλαισίωση των Lost Bodies. Και η μίνιμαλ σκηνική όψη του Γιάννη Μετζικώφ καίρια και ουσιαστική. Με δυο λόγια, μια απαιτητική όσο και σημαντική κατάθεση ενός σπουδαίου έργου.