Arnon Grunberg
Eleftherotypia ,
2013-12-09
2013-12-09, Eleftherotypia

Fatherlike possession - racism - criminality


Dimitris Tsatsoulis

Ο Ολλανδός μυθιστοριογράφος Αρνον Γκρούνμπεργκ (γεν. 1971) κέρδισε τα δύο βασικότερα λογοτεχνικά βραβεία των Κάτω Χωρών το 2006 με το έργο του «Τίρζα» που έχει εκδοθεί στα ελληνικά σε μετάφραση Ινώς Βαν Ντάικ - Μπαλτά. Στην καίρια, ρέουσα μετάφραση της ίδιας ανέβηκε η διασκευή του έργου σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου στο Θέατρο Ιλίσια.

Το έργο παρακολουθεί την πορεία του Γέργκεν Χοφμέιστερ, ενός φαινομενικά φιλήσυχου μεσήλικου οικογενειάρχη-επιμελητή εκδόσεων που δοκιμάζεται από σειρά κακουχιών στον επαγγελματικό, οικονομικό αλλά και οικογενειακό τομέα αφού παροπλίζεται από τον εκδοτικό οίκο όπου δουλεύει, μαθαίνει ότι έχασε τις επενδύσεις του σε ελβετική τράπεζα, ενώ η γυναίκα του, που τον εγκατέλειψε πριν από τρία χρόνια, επιστρέφει διεκδικώντας τη θέση της στην οικογένεια με εντυπωσιακή ελαφρότητα.

Πίσω από την αφοσίωση του Γέργκεν στις δυο τους κόρες όλα αυτά τα χρόνια και ειδικότερα στη μικρότερη Τίρζα, τη «βασίλισσά του», πίσω από τον καλόβολο και πιστό σύζυγο που αποδέχεται αγόγγυστα την απόφαση «αυτοδιάθεσης» της συζύγου, εύγλωττα φλας-μπακ ή σύντομες τρέχουσες σκηνές αποκαθηλώνουν το προσωπείο: βία προς τη γυναίκα του, έντονα βίαιη αντίδραση προς έναν νοικάρη που συνάπτει ερωτικό δεσμό με τη μεγάλη του κόρη πριν αυτή ενηλικιωθεί και που οδηγεί την τελευταία να εγκαταλείψει το σπίτι τους, ανταπόκριση στις ερωτικές προκλήσεις συμμαθήτριας της Τίρζα σε πάρτι γενεθλίων της.

Φασιστική νοοτροπία

Πίσω από τις αυτο-εξομολογήσεις του για την επιθυμία οικογενειακής ευτυχίας και γαλήνης και κάτω από το προσωπείο ενός πατέρα υπεύθυνου και, ίσως, υπερβολικά ανήσυχου για τα παιδιά του -γεγονός που τον ταυτίζει με τον μέσο θεατή-, οι πράξεις αποκαλύπτουν κτητικότητα, αυταρχισμό, υποκρισία.

Αλλά όχι μόνο. Με μαθηματική ακρίβεια και διαρθρώνοντας δραματουργικά με την τακτική ψηφιδωτού την πορεία προς το έγκλημα, ο συγγραφέας έχει σταδιακά αποδομήσει το πρόσωπο διαψεύδοντας τους ισχυρισμούς τού καθ' όλα συμπαθούς ήρωά του για να αποκαλύψει τον λανθάνοντα φασισμό του.

Η δικαιολογία προσφέρεται με τον δεσμό της Τίρζα με τον νεαρό Σούκρι, έναν ουδόλως φανατικό μουσουλμάνο που στον πατέρα της θυμίζει πάραυτα τον Μωχάμετ Ατα, τον τρομοκράτη των Δίδυμων Πύργων. Πιθανότατα, ο όποιος μουσουλμάνος θα έπαιρνε για τον Γέργκεν τα χαρακτηριστικά τρομοκράτη ως άλλοθι του λανθάνοντος ρατσισμού του.

Η κατάκτηση της Τίρζα από άλλον άντρα -και μάλιστα μουσουλμάνο- σημαίνει ταυτόχρονα απώλεια του αντικειμένου αγάπης-κτήμα του λευκού Ευρωπαίου άντρα από τον τριτοκοσμικό φανατικό εχθρό που απειλεί τη φιλελεύθερη ιδεολογία του και τις δυτικές αξίες του. Ανεξάρτητα αν όλες οι πραγματικές καταστροφές στη ζωή του Γέργκεν έχουν επέλθει από αυτό τον δυτικό κόσμο εντός του οποίου διαβιεί και τις ιδεολογίες με τις οποίες έχει γαλουχηθεί.

Ο Γέργκεν, σε ρατσιστικό παραλήρημα, θα σκοτώσει κόρη και εραστή παρασύροντάς τους εντέχνως λίγο πριν αναχωρήσουν για ταξίδι στην Αφρική και στη συνέχεια, δηλώνοντάς τους αγνοούμενους, προσποιούμενος ακόμη και απέναντι στον εαυτό του, θα ταξιδέψει ο ίδιος στην Αφρική με τη δικαιολογία να τους βρει. Θα κάνει έτσι ένα πικρό ταξίδι αυτογνωσίας στην Ηπειρο-κοιτίδα του ανθρώπινου είδους.

Ρεσιτάλ υποκριτικής

Η σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου, παρά τη συμβατική σκηνή του θεάτρου Ιλίσια, δεν ακολουθεί παραδοσιακή διάταξη και χωροθεσία, χωρίς όμως και να πρωτοτυπεί.

Με λιτά σκηνικά -ένα τραπέζι πολλαπλών σκηνικών λειτουργιών και καρέκλες που μετατοπίζουν διαρκώς οι ηθοποιοί- διατηρεί επί σκηνής όλους τους ηθοποιούς οι οποίοι λειτουργούν εν είδει χορού κατά την ανέλιξη των διαφορετικών, αποσπασματικών σκηνών. Σπάζοντας έτσι το ρεαλιστικό κέλυφος.

Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του θιάσου, η κινησιολογία του είναι φτωχή, τετριμμένη, μη έχοντας καμιά σχέση με το σωματικό θέατρο που πρεσβεύει ο σκηνοθέτης. Μάλλον θύμιζε ανέμπνευστες χορευτικές φιγούρες.

Ολη η παράσταση, ωστόσο, στηρίζεται πρώτιστα στον Στέλιο Μάινα που, για τον ρόλο του Γέργκεν, δημιουργεί ένα συμπαθές προσωπείο που παρασύρει και πείθει για τις καλές του προθέσεις τον θεατή αφήνοντάς τον διπλά έκθετο και συγκλονισμένο στο τέλος με την αποκάλυψη του εγκλήματος.

Συγκινητικός, αυθεντικός, με τη βαθιά ποικίλων αποχρώσεων φωνή, με έλεγχο εκφραστικότητας και κίνησης, ο Μάινας δίνει ένα πηγαίο όσο και άρτιο τεχνικά ρεσιτάλ υποκριτικής που αξίζει κανείς να απολαύσει. Αποδεικνύοντας ακόμη μία φορά ότι είναι μεγάλος ηθοποιός.

Δίπλα του, στον ρόλο της συζύγου, η αφοπλιστική και δοτική Αννα Μάσχα δεσπόζει, όταν εμφανίζεται στη σκηνή, με την ενέργεια, τις φωνητικές διακυμάνσεις, τη σωματική της εκφραστικότητα. Στο ρόλο της Τίρζα η νεαρή Ηλιάνα Μαυρομάτη, που, όταν ξεπερνά την αμηχανία των πρώτων σκηνών, γίνεται πειστική.

Θαύμασα την Ιριδα Μάρα στο ρόλο της μεγάλης αδελφής για τον πλήρη κινησιακό της έλεγχο και την ωραία σκηνική της παρουσία. Οι Γιωργής Τσαμπουράκης και Τάσος Δημητρόπουλος -Νοικάρης και Σούκρι, αντίστοιχα, μεταξύ άλλων ρόλων- είναι ικανοποιητικοί στον βαθμό που τους δίνεται η δυνατότητα στους περιορισμένους ρόλους τους.

Τα σκηνικά όπως και τα ιδιαίτερα εύστοχα -με δεδομένη τη δυσκολία του σύγχρονου της εποχής- κοστούμια είναι του Γιάννη Μετζικώφ, ενώ οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα. Βρήκα εξαιρετική τη συμβολή της μουσικής των Lost Bodies, που έδινε νέες υπόγειες διαστάσεις στη ροή της παράστασης. Ενα άκουσμα υποβλητικό.

Μια παράσταση, που, παρά την κάποια σκηνοθετική αμηχανία που υπέσκαψε τις καλές προθέσεις -ιδιαίτερα στο κινησιολογικό επίπεδο-, διαθέτει εξαιρετική υποκριτική αλλά και μας κάνει γνωστό ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον έργο: η «Τίρζα» αποκαλύπτει τις βαθύτερες επιπτώσεις που επιφέρουν οι μηχανισμοί οικονομικο-πολιτιστικής κρίσης των Δυτικών Κοινωνιών στον άνθρωπο και πώς αυτή, αποδιαρθρώνοντας τους θεσμούς-θεμέλια και δημιουργώντας φαινόμενα «ανομίας» με την κοινωνιολογική σημασία, εκθρέφει σε ατομικό επίπεδο τον ρατσισμό και τη φασίζουσα συμπεριφορά. Μάθημα των ημερών.